καθοπλίζομαι

καθοπλίζομαι
καθοπλίζω
equip
pres ind mp 1st sg
καθοπλίζω
equip
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καθοπλίζω — (Α καθοπλίζω) εφοδιάζω, εξοπλίζω εντελώς, αρματώνω με όλα τα όπλα («καθοπλίσας τῆδε τῆ πανοπλίᾳ», Αισχίν.) αρχ. 1. καταπολεμώ, κατανικώ κάποιον («τὸ μὴ καθοπλίσασα», Σοφ.) 2. παθ. καθοπλίζομαι α) είμαι εφοδιασμένος, εξοπλισμένος εντελώς («ὑμᾱς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”